παραγεράζω

παραγεράζω
1. αμετ. дряхлеть;
2. μετ. вызывать одряхление, старить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παραγεράζω" в других словарях:

  • παραγεράζω — και παραγερνώ παραγέρασα, παραγερασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον πολύ γέρο: Τον παραγέρασαν οι θάλασσες τον καπετάνιο. 2. αμτβ., γίνομαι πολύ γέρος, γερνώ πρώιμα: Παραγέρασε η γιαγιά και δε βλέπει ούτε ακούει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγεράζω — και παραγερνώ, άω 1. φθάνω σε βαθιά γεράματα, γίνομαι πολύ γέρος («παραγέρασε και έχασε τα λογικά του») 2. γίνομαι αίτιος, συντελώ ώστε να γεράσει κανείς πολύ και πριν από την ώρα του («τόν παραγέρασε ο καημός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γεράζω*… …   Dictionary of Greek

  • παραγέρασμα — το [παραγεράζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγεράζω, το να περνά κανείς σε βαθιά γεράματα …   Dictionary of Greek

  • παραγερασμένος — η, ο βλ. παραγεράζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγερνώ — βλ. παραγεράζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»